μακρόκοσμος

μακρόκοσμος
ο макрокосм, мир, вселенная

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μακρόκοσμος" в других словарях:

  • μακρόκοσμος — ο (αστρον. φυσ.) το Σύμπαν θεωρούμενο στο σύνολό του ως ενιαία οργανική δομή και προσιτό στις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • μακρόκοσμος — ο το προσιτό στην ανθρώπινη αντίληψη μέρος του σύμπαντος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρόκοσμος — Στη φυσική και γενικά στις φυσικές επιστήμες (χημεία, βιολογία κλπ.), ο όρος σημαίνει τον κόσμο των πολύ μικρών διαστάσεων, τον κόσμο του αόρατου με γυμνό οφθαλμό. Είναι τα άτομα και τα μόρια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια, τα κύτταρα και οι ιοί… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • πολυθεϊσμός ή πολυθεΐα — Θρησκεία που βασίζεται στη λατρεία πολλών θεοτήτων. Ως θεότητες δεν νοούνται όλα τα υπερανθρώπινα ή εξωανθρώπινα όντα, που λατρεύουν οι διάφορες θρησκείες, αλλά μόνο μερικά απ’ αυτά, που διακρίνονται από ακριβή χαρακτηριστικά, τα oποία είναι: η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»